Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα

См. также в других словарях:

  • ξυνήιος — ξυνήϊος, ΐη, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»